ἀπομιμεῖται

ἀπομιμεῖται
ἀπομιμέομαι
express by imitation
pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)
ἀπομῑμεῖται , ἀπομιμέομαι
express by imitation
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • αλουργής — ἁλουργής, ές και σπάνια ἁλουργός, όν και ἁλουρνοῦς, οῦν (Α) ο βαμμένος με θαλάσσια πορφύρα, αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο χρώμα (και δεν απομιμείται το χρώμα τής πορφύρας) «στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «ἁλουργός χιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • απομιμητικός — ή, ό επιδέξιος ή κατάλληλος στο να απομιμείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < απομιμούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ιω. Κ. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

  • δαμασκήνωση — Τεχνική διακόσμησης χάλκινων, ορειχάλκινων ή ατσάλινων αντικειμένων με ένθετα, συνήθως πολύτιμα, μέταλλα (χρυσό, άργυρο κ.ά.) διαφορετικού χρώματος. Αφού σχεδιαστούν στην επιφάνεια του αντικειμένου τα μοτίβα, χαράζονται με αιχμηρό εργαλείο ή με… …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • κούκλα — Το αρχαιότερο, ίσως, παιχνίδι του κόσμου. Όπως μαρτυρούν οι κ. που βρέθηκαν σε μερικούς περουβιανούς τάφους, η καταγωγή τους ανάγεται στην προϊστορία. Στην αρχαία Αίγυπτο οι κ. είχαν κινητά χέρια, περούκες από αληθινά μαλλιά, ενώ υπήρχαν και… …   Dictionary of Greek

  • κόπια — (I) η (Μ κόπια) πανομοιότυπο εγγράφου, εντύπου ή ζωγραφικού έργου, αντίτυπο, αντίγραφο νεοελλ. 1. το αντιγραφικό πιεστήριο, το μηχάνημα που βγάζει αντίγραφα 2. καθετί που απομιμείται κάτι 3. εμπορικό βιβλίο που περιέχει αντίγραφα επιστολών.… …   Dictionary of Greek

  • μιμητής — ο, θηλ. μιμήτρια (ΑΜ μιμητής) [μιμούμαι] αυτός που μιμείται κάποιον ή κάτι, αυτός που ακολουθεί τους τρόπους, τη συμπεριφορά άλλου («οἱ διδάσκαλοι τοὺς μαθητὰς μιμητὰς ἑαυτῶν ἀποδεικνύουσιν», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που παριστάνει κάτι με μίμηση,… …   Dictionary of Greek

  • παραποιητικός — ή, όν, Μ [παραποιώ] αυτός που απομιμείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”